πετσετοθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετσετοθήκη θηλυκό
- θήκη στην οποία τοποθετούνται πετσέτες
- ειδική κατασκευή στην οποία τοποθετούνται χαρτοπετσέτες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετσετοθήκη
|