Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετρόψαρο τα πετρόψαρα
      γενική του πετρόψαρου των πετρόψαρων
    αιτιατική το πετρόψαρο τα πετρόψαρα
     κλητική πετρόψαρο πετρόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πετρόψαρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετρόψαρο < πετρό- + -ψαρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετρόψαρο ουδέτερο

  1. ψάρι που ζει σε πετρώδες θαλάσσιο περιβάλλον
  2. δηλητηριώδες ψάρι που μοιάζει με πέτρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία