Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρόχτιστος η πετρόχτιστη το πετρόχτιστο
      γενική του πετρόχτιστου της πετρόχτιστης του πετρόχτιστου
    αιτιατική τον πετρόχτιστο την πετρόχτιστη το πετρόχτιστο
     κλητική πετρόχτιστε πετρόχτιστη πετρόχτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρόχτιστοι οι πετρόχτιστες τα πετρόχτιστα
      γενική των πετρόχτιστων των πετρόχτιστων των πετρόχτιστων
    αιτιατική τους πετρόχτιστους τις πετρόχτιστες τα πετρόχτιστα
     κλητική πετρόχτιστοι πετρόχτιστες πετρόχτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετρόχτιστος < πέτρα + -ο- + χτίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

πετρόχτιστος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία