Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετρελαιοπηγή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πετρελαιοπηγ
ή
οι
πετρελαιοπηγ
ές
γενική
της
πετρελαιοπηγ
ής
των
πετρελαιοπηγ
ών
αιτιατική
την
πετρελαιοπηγ
ή
τις
πετρελαιοπηγ
ές
κλητική
πετρελαιοπηγ
ή
πετρελαιοπηγ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
πετρελαιοπηγή
στον Καναδά (1898)
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετρελαιοπηγή
< (
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
oil well
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετρελαιοπηγή
θηλυκό
ο χώρος στον οποίο εξορύσσεται
πετρέλαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετρελαιοπηγή
αγγλικά
:
oil well
(en)
γαλλικά
:
puits
(fr)
de
pétrole
(fr)
,