Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετραρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πετραρχικ
ός
η
πετραρχικ
ή
το
πετραρχικ
ό
γενική
του
πετραρχικ
ού
της
πετραρχικ
ής
του
πετραρχικ
ού
αιτιατική
τον
πετραρχικ
ό
την
πετραρχικ
ή
το
πετραρχικ
ό
κλητική
πετραρχικ
έ
πετραρχικ
ή
πετραρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πετραρχικ
οί
οι
πετραρχικ
ές
τα
πετραρχικ
ά
γενική
των
πετραρχικ
ών
των
πετραρχικ
ών
των
πετραρχικ
ών
αιτιατική
τους
πετραρχικ
ούς
τις
πετραρχικ
ές
τα
πετραρχικ
ά
κλητική
πετραρχικ
οί
πετραρχικ
ές
πετραρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετραρχικός
<
Πετράρχης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πετραρχικός
που έχει
σχέση
με τον
Πετράρχη
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετραρχικός
αγγλικά
:
Petrarchan
(en)
γαλλικά
:
pétrarquien
(fr)