Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετραρχικός η πετραρχική το πετραρχικό
      γενική του πετραρχικού της πετραρχικής του πετραρχικού
    αιτιατική τον πετραρχικό την πετραρχική το πετραρχικό
     κλητική πετραρχικέ πετραρχική πετραρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετραρχικοί οι πετραρχικές τα πετραρχικά
      γενική των πετραρχικών των πετραρχικών των πετραρχικών
    αιτιατική τους πετραρχικούς τις πετραρχικές τα πετραρχικά
     κλητική πετραρχικοί πετραρχικές πετραρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετραρχικός < Πετράρχης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πετραρχικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία