πετιμεζόχωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετιμεζόχωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετιμεζόχωμα ουδέτερο
- λευκό χώμα που περιέχει ανθρακικό νάτριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετιμεζόχωμα
|
πετιμεζόχωμα ουδέτερο
|