Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετιμεζόχωμα τα πετιμεζοχώματα
      γενική του πετιμεζοχώματος των πετιμεζοχωμάτων
    αιτιατική το πετιμεζόχωμα τα πετιμεζοχώματα
     κλητική πετιμεζόχωμα πετιμεζοχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετιμεζόχωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετιμεζόχωμα ουδέτερο

  • λευκό χώμα που περιέχει ανθρακικό νάτριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία