Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περφόρμερ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
περφόρμερ
<
αγγλική
performer
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περφόρμερ
αρσενικό
άκλιτο
(
επάγγελμα
) εκτελεστής προγράμματος και διασκεδαστής ακροατηρίου