Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περφόρμερ < αγγλική performer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περφόρμερ αρσενικό άκλιτο

  • (επάγγελμα) εκτελεστής προγράμματος και διασκεδαστής ακροατηρίου