Ετυμολογία

επεξεργασία
περφόρμερ < αγγλική performer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περφόρμερ αρσενικό άκλιτο

  • (επάγγελμα) εκτελεστής προγράμματος και διασκεδαστής ακροατηρίου