περλίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | περλίτης | οι | περλίτες |
γενική | του | περλίτη | των | περλιτών |
αιτιατική | τον | περλίτη | τους | περλίτες |
κλητική | περλίτη | περλίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περλίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περλίτης αρσενικό
- ηφαιστειακό γυαλί με μεγάλη περιεκτικότητα σε νερό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- περλίτης στη Βικιπαίδεια