Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

*περιχερίς, -ίδος θηλυκό, μαρτυρείται στον πληθυντικό περιχερίδες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία