περιτρέχω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιτρέχω < αρχαία ελληνική περιτρέχω < περί + τρέχω
Ρήμα επεξεργασία
περιτρέχω
- (αρχαιοπρεπές) τρέχω γύρω από κάτι
- διαβάζω βιαστικά κι απρόσεκτα γυρνώντας γρήγορα τις σελίδες
- πηγαίνω απ’ τη μια μεριά ως την άλλη, περιβάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιτρέχω
|