περιπλανημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπλανημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιπλανιέμαι
Μετοχή επεξεργασία
περιπλανημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιπλανιέμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιπλανημένος
|
περιπλανημένος, -η, -ο
|