Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιπλανημένος η περιπλανημένη το περιπλανημένο
      γενική του περιπλανημένου της περιπλανημένης του περιπλανημένου
    αιτιατική τον περιπλανημένο την περιπλανημένη το περιπλανημένο
     κλητική περιπλανημένε περιπλανημένη περιπλανημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιπλανημένοι οι περιπλανημένες τα περιπλανημένα
      γενική των περιπλανημένων των περιπλανημένων των περιπλανημένων
    αιτιατική τους περιπλανημένους τις περιπλανημένες τα περιπλανημένα
     κλητική περιπλανημένοι περιπλανημένες περιπλανημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπλανημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιπλανιέμαι

  Μετοχή επεξεργασία

περιπλανημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία