περιηγητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιηγητισμός < περιηγητής + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιηγητισμός ουδέτερο
- η περιήγηση κάποιου σε έναν ξένο τόπο είτε για αναψυχή είτε για μελέτη τους τρόπου ζωής των κατοίκων, των μνημείων κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη περιηγούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιηγητισμός
|