Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιγεννητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιγεννητικ
ός
η
περιγεννητικ
ή
το
περιγεννητικ
ό
γενική
του
περιγεννητικ
ού
της
περιγεννητικ
ής
του
περιγεννητικ
ού
αιτιατική
τον
περιγεννητικ
ό
την
περιγεννητικ
ή
το
περιγεννητικ
ό
κλητική
περιγεννητικ
έ
περιγεννητικ
ή
περιγεννητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιγεννητικ
οί
οι
περιγεννητικ
ές
τα
περιγεννητικ
ά
γενική
των
περιγεννητικ
ών
των
περιγεννητικ
ών
των
περιγεννητικ
ών
αιτιατική
τους
περιγεννητικ
ούς
τις
περιγεννητικ
ές
τα
περιγεννητικ
ά
κλητική
περιγεννητικ
οί
περιγεννητικ
ές
περιγεννητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιγεννητικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
περιγεννητικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) που προηγείται και έπεται της
γέννησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιγεννητικός
γαλλικά
:
périnatal
(fr)