Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιγεννητικός η περιγεννητική το περιγεννητικό
      γενική του περιγεννητικού της περιγεννητικής του περιγεννητικού
    αιτιατική τον περιγεννητικό την περιγεννητική το περιγεννητικό
     κλητική περιγεννητικέ περιγεννητική περιγεννητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιγεννητικοί οι περιγεννητικές τα περιγεννητικά
      γενική των περιγεννητικών των περιγεννητικών των περιγεννητικών
    αιτιατική τους περιγεννητικούς τις περιγεννητικές τα περιγεννητικά
     κλητική περιγεννητικοί περιγεννητικές περιγεννητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιγεννητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

περιγεννητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία