Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιαστικ
ός
η
περιαστικ
ή
το
περιαστικ
ό
γενική
του
περιαστικ
ού
της
περιαστικ
ής
του
περιαστικ
ού
αιτιατική
τον
περιαστικ
ό
την
περιαστικ
ή
το
περιαστικ
ό
κλητική
περιαστικ
έ
περιαστικ
ή
περιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιαστικ
οί
οι
περιαστικ
ές
τα
περιαστικ
ά
γενική
των
περιαστικ
ών
των
περιαστικ
ών
των
περιαστικ
ών
αιτιατική
τους
περιαστικ
ούς
τις
περιαστικ
ές
τα
περιαστικ
ά
κλητική
περιαστικ
οί
περιαστικ
ές
περιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιαστικός
<
περί
+
αστικός
Επίθετο
επεξεργασία
περιαστικός, -ή, -ό
(
λόγιο
) που βρίσκεται
γύρω
από το
άστυ
περιαστική
γεωργία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αστικός
και
άστυ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιαστικός