Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περβάζι τα περβάζια
      γενική του περβαζιού των περβαζιών
    αιτιατική το περβάζι τα περβάζια
     κλητική περβάζι περβάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περβάζι < τουρκική pervaz < περσική پرواز (parvāz, πέταγμα, επιστύλιο, στοά)
 
Γάτα σε περβάζι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περβάζι ουδέτερο

  • το κάτω μέρος της πόρτας η παραθύρου

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία