περίκεντρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίκεντρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική pericentrum.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε περί- + κέντρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίκεντρο ουδέτερο
- (γεωμετρία) το σημείο τομής των μεσοκαθέτων ενός τριγώνου
- (μαθηματικά φυσική) το σημείο μιας παραβολικής ή υπερβολικής τροχιάς που βρίσκεται πιο κοντά στην εστία ή μιας ελλειπτικής τροχιάς που βρίσκεται πιο κοντά στην εστία αναφοράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία περίκεντρο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπερίκεντρο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του περίκεντρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περίκεντρος