Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι πενταροδεκάρες
      γενική των πενταροδεκάρων
    αιτιατική τις πενταροδεκάρες
     κλητική πενταροδεκάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενταροδεκάρες < πεντάρες + -ο- + δεκάρες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενταροδεκάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (παρωχημένο, σπάνιο) πεντάρες και δεκάρες (ως σύνολο)
  2. (κατ’ επέκταση) ελάχιστο χρηματικό ποσό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία