πενταροδεκάρες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | πενταροδεκάρες | ||
γενική | των | πενταροδεκάρων | ||
αιτιατική | τις | πενταροδεκάρες | ||
κλητική | πενταροδεκάρες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πενταροδεκάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο, σπάνιο) πεντάρες και δεκάρες (ως σύνολο)
- (κατ’ επέκταση) ελάχιστο χρηματικό ποσό
Πηγές επεξεργασία
- πενταροδεκάρες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πενταροδεκάρες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πενταροδεκάρες - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πενταροδεκάρες
|