πενιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πενιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική peigné (χτενισμένος)
Επίθετο επεξεργασία
πενιέ ουδέτερο, άκλιτο
- νήμα υψηλής ποιότητας, που έχει υποστεί κατεργασία «χτενίσματος» σε ειδική μηχανή (peigne, στα γαλλικά)