πελάγρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πελάγρα | οι | πελάγρες |
γενική | της | πελάγρας | των | πελαγρών |
αιτιατική | την | πελάγρα | τις | πελάγρες |
κλητική | πελάγρα | πελάγρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈla.ɣɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λά‐γρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελάγρα θηλυκό
- (ιατρική) ασθένεια που οφείλεται σε αβιταμίνωση (κυρίως, έλλειψη νιασίνης) και εκδηλώνεται με φωτοευαισθησία, ερύθημα στα ακάλυπτα μέρη του σώματος, στοματίτιδα και γαστρικές ή νευρικές διαταραχές (αϋπνία, κατάθλιψη κ.λπ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πελάγρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας