Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεισματοσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πεισματοσύν
η
οι
πεισματοσύν
ες
γενική
της
πεισματοσύν
ης
των
(
πεισματοσυν
ών
)
αιτιατική
την
πεισματοσύν
η
τις
πεισματοσύν
ες
κλητική
πεισματοσύν
η
πεισματοσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
σκόνη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεισματοσύνη
<
πείσμα
+
-οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεισματοσύνη
θηλυκό
(
λόγιο
) έντονη
επιμονή
, που γίνεται με
πείσμα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πείσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεισματοσύνη