Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πειθαρχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πειθαρχώ
  2. θα πειθαρχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πειθαρχώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πειθαρχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πειθάρχηση