πειθαρχήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπειθαρχήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πειθαρχώ
- θα πειθαρχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πειθαρχώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπειθαρχήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πειθάρχηση