Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζούρα οι πεζούρες
      γενική της πεζούρας
    αιτιατική την πεζούρα τις πεζούρες
     κλητική πεζούρα πεζούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζούρα < πεζός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζούρα θηλυκό

  1. το πεζικό
    Την αυγή δυο ώρες να φέξη πλάκωσε ο Μπραΐμης, πεζούρα και καβαλλαρία (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία