πεζοδιάδρομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεζοδιάδρομος | οι | πεζοδιάδρομοι |
γενική | του | πεζοδιάδρομου & πεζοδιαδρόμου |
των | πεζοδιάδρομων & πεζοδιαδρόμων |
αιτιατική | τον | πεζοδιάδρομο | τους | πεζοδιάδρομους & πεζοδιαδρόμους |
κλητική | πεζοδιάδρομε | πεζοδιάδρομοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζοδιάδρομος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεζοδιάδρομος
|