πεζέταιροι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | πεζέταιροι | ||
γενική | των | πεζεταίρων | ||
αιτιατική | τους | πεζεταίρους | ||
κλητική | πεζέταιροι | |||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεζέταιροι < ελληνιστική κοινή πεζέταιροι[1] < αρχαία ελληνική πεζός + ἑταῖρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζέταιροι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεζέταιροι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζέταιροι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- οι πεζοί στρατιώτες στο Μακεδονικό στρατό
- ↑ πεζέταιροι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.