Δείτε επίσης: πατρικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πατρικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε πατρικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

πατρικώς

  Πηγές επεξεργασία

  • πατρικός (& πατρικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)