πατεράγιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατεράγιος αρσενικό
- (λογοτεχνικό) ο παπάς
- ※ Ἕνας ἄνθρωπος Πατεράγιέ μου, τοῦ λέγει ὁ φιλαλήθης, ὅπου δὲν ἔχει εὐλάβεια στ’ ἁγιολείψανα, ἐπειδὴ δὲν τὰ πιστεύε, αὐτὸς δὲν εἶναι σωστὸς χριστιανός.
- Ιωάννης Βηλαράς, Ο πατεράγιος και ο φιλαλήθης, στο περιοδικό Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα πηδήματα, φύλλο 14, 28 Ιουλίου 1857
- ※ Ἕνας ἄνθρωπος Πατεράγιέ μου, τοῦ λέγει ὁ φιλαλήθης, ὅπου δὲν ἔχει εὐλάβεια στ’ ἁγιολείψανα, ἐπειδὴ δὲν τὰ πιστεύε, αὐτὸς δὲν εἶναι σωστὸς χριστιανός.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατεράγιος
→ δείτε τη λέξη παπάς |
Πηγές επεξεργασία
- Γεώργιος Κεχαγιόγλου, Γλωσσάρι - Πεζογραφική Ανθολογία, τόμος 2
- πατεράγιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)