Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παστιτσάδα οι παστιτσάδες
      γενική της παστιτσάδας των παστιτσάδων
    αιτιατική την παστιτσάδα τις παστιτσάδες
     κλητική παστιτσάδα παστιτσάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παστιτσάδα < παστίτσ(ιο) + -άδα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.stiˈt͡sa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐στι‐τσά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παστιτσάδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)