Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παστίλια οι παστίλιες
      γενική της παστίλιας
    αιτιατική την παστίλια τις παστίλιες
     κλητική παστίλια παστίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παστίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική pastiglia < ισπανική pastilla [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈsti.ʎa/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐στί‐λια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παστίλια θηλυκό

  1. φαρμακευτικό χάπι που λιώνει στο στόμα [1]
  2. (γλυκό) αρωματική καραμέλα [2]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 παστίλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)