Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεσθίω < παρά + ἐσθίω

  Ρήμα επεξεργασία

παρεσθίω

  1. τρώω ή δαγκώνω ένα κομμάτι από κάτι
  2. τρώω δίπλα ή στο πλάι από το μέρος που τρώνε ή κάθονται οι υπόλοιποι