παρεγχυματώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρεγχυματώδης < παρέγχυμα + -ώδης < ελληνιστική κοινή παρέγχυμα
Επίθετο επεξεργασία
παρεγχυματώδης
- (ανατομία, βοτανική) που περιέχει μεγάλη ποσότητα παρεγχύματος
- (ανατομία, βοτανική) άλλη μορφή του παρεγχυματικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρεγχυματώδης
|