Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεγχυματώδης η παρεγχυματώδης το παρεγχυματώδες
      γενική του παρεγχυματώδους της παρεγχυματώδους του παρεγχυματώδους
    αιτιατική τον παρεγχυματώδη την παρεγχυματώδη το παρεγχυματώδες
     κλητική παρεγχυματώδη(ς) παρεγχυματώδης παρεγχυματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεγχυματώδεις οι παρεγχυματώδεις τα παρεγχυματώδη
      γενική των παρεγχυματωδών των παρεγχυματωδών των παρεγχυματωδών
    αιτιατική τους παρεγχυματώδεις τις παρεγχυματώδεις τα παρεγχυματώδη
     κλητική παρεγχυματώδεις παρεγχυματώδεις παρεγχυματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεγχυματώδης < παρέγχυμα + -ώδης < ελληνιστική κοινή παρέγχυμα

  Επίθετο επεξεργασία

παρεγχυματώδης

  1. (ανατομία, βοτανική) που περιέχει μεγάλη ποσότητα παρεγχύματος
  2. (ανατομία, βοτανική) άλλη μορφή του παρεγχυματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία