παρδαλοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρδαλοσύνη θηλυκό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι παρδαλό(ς), η ιδιότητα του παρδαλού
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρδαλοσύνη
|
παρδαλοσύνη θηλυκό
|