παραφιλολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραφιλολογικός < παραφιλολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπαραφιλολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παραφιλολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραφιλολογικός
|
παραφιλολογικός, -ή, -ό
|