παρατραπεζικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρατραπεζικός < παρατράπεζα + -ικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρατραπεζικός θηλυκό
- που έχει σχέση με παρατράπεζα ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρατραπεζικός
|
παρατραπεζικός θηλυκό
|