Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρατοποθέτηση οι παρατοποθετήσεις
      γενική της παρατοποθέτησης των παρατοποθετήσεων
    αιτιατική την παρατοποθέτηση τις παρατοποθετήσεις
     κλητική παρατοποθέτηση παρατοποθετήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατοποθέτηση < παρα- + τοποθέτηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.to.poˈθe.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐το‐πο‐θέ‐τη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρατοποθέτηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η παρακείμενη τοποθέτηση ενός αντικειμένου
    ※  Επιγραφή μικρών διαστάσεων, που χρονολογείται στα 330 - 323 π.Χ., εξαφανίστηκε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου. Η μυστηριώδης εξαφάνιση διαπιστώθηκε κατά τις εργασίες επανέκθεσης του Μουσείου, αλλά δε διαπιστώθηκαν πουθενά ίχνη παραβίασης. Ύστερα από έρευνα του προϊσταμένου της ΣΤ` Εφορείας Προϊστορικών - Κλασικών Αρχαιοτήτων, Λ. Κ., επιβεβαιώθηκε ότι δεν πρόκειται για παρατοποθέτηση, αλλά για απώλεια του αντικειμένου. (Εξαφανίστηκε αρχαία επιγραφή, Ριζοσπάστης, 25 Νοεμβρίου 1999)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr