παρασυρτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παρασυρτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που συμβάλλει στην παράσυρση
- ※ Η διευθέτηση του χειμάρρου Μαλακασιώτη έμεινε στη μέση. Ενώ άλλοι επικίνδυνοι χείμαρροι, όπως ο Παλαιοχωρίτης, συνεχίζουν τη διαβρωτική και παρασυρτική τους μανία στην ορεινή περιοχή, μεταφέροντας τεράστια υλικά αποθέσεων, τόσο στην πεδινή κοίτη της γέφυρας των Αμπελίων, όσο και στο πεδινό τμήμα της γέφυρας Διάβας. (Ηλίας Ζαλαβράς, «Καταστροφές από τη δράση των χειμάρρων. Η περίπτωση της γέφυρας Διάβας», www.tameteora.gr, 13.02.2016)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρασυρτικός
|
Πηγές
επεξεργασία
- παρασυρτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)