παραστιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραστιά | οι | παραστιές |
γενική | της | παραστιάς | των | παραστιών |
αιτιατική | την | παραστιά | τις | παραστιές |
κλητική | παραστιά | παραστιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραστιά < αρχαία ελληνική παρέστιος < παρά + ἔστιος < ἐστία
- παραστιά < ελληνιστική πυρεστία < πῦρ + ἐστία