Δείτε επίσης: παραρρίνιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραρρήνιος η παραρρήνια το παραρρήνιο
      γενική του παραρρήνιου της παραρρήνιας του παραρρήνιου
    αιτιατική τον παραρρήνιο την παραρρήνια το παραρρήνιο
     κλητική παραρρήνιε παραρρήνια παραρρήνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραρρήνιοι οι παραρρήνιες τα παραρρήνια
      γενική των παραρρήνιων των παραρρήνιων των παραρρήνιων
    αιτιατική τους παραρρήνιους τις παραρρήνιες τα παραρρήνια
     κλητική παραρρήνιοι παραρρήνιες παραρρήνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραρρήνιος < παρα- + Ρήν(ος) + ιος → δείτε ρρ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈɾi.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ραρ‐ρή‐νι‐ος
ομόηχο: παραρρίνιος

  Επίθετο

επεξεργασία

παραρρήνιος, α, ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)