Ετυμολογία

επεξεργασία
παραρρήγνυμι < λείπει η ετυμολογία

παραρρήγνυμι

  • συντρίβω
    οἱ εὐρωπαῖοι σύμμαχοι τὸν ὀθωμανικὸν στόλον παρέρρηξαν

Συγγενικά

επεξεργασία