παρανομάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρανομάζω < ελληνιστική κοινή παρονομάζω[1] < αρχαία ελληνική παρά + ὀνομάζω < ὄνομα
Ρήμα
επεξεργασία
παρανομάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρανομάζω | παρανόμαζα | θα παρανομάζω | να παρανομάζω | παρανομάζοντας | |
β' ενικ. | παρανομάζεις | παρανόμαζες | θα παρανομάζεις | να παρανομάζεις | παρανόμαζε | |
γ' ενικ. | παρανομάζει | παρανόμαζε | θα παρανομάζει | να παρανομάζει | ||
α' πληθ. | παρανομάζουμε | παρανομάζαμε | θα παρανομάζουμε | να παρανομάζουμε | ||
β' πληθ. | παρανομάζετε | παρανομάζατε | θα παρανομάζετε | να παρανομάζετε | παρανομάζετε | |
γ' πληθ. | παρανομάζουν(ε) | παρανόμαζαν παρανομάζαν(ε) |
θα παρανομάζουν(ε) | να παρανομάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρανόμασα | θα παρανομάσω | να παρανομάσω | παρανομάσει | ||
β' ενικ. | παρανόμασες | θα παρανομάσεις | να παρανομάσεις | παρανόμασε | ||
γ' ενικ. | παρανόμασε | θα παρανομάσει | να παρανομάσει | |||
α' πληθ. | παρανομάσαμε | θα παρανομάσουμε | να παρανομάσουμε | |||
β' πληθ. | παρανομάσατε | θα παρανομάσετε | να παρανομάσετε | παρανομάστε | ||
γ' πληθ. | παρανόμασαν παρανομάσαν(ε) |
θα παρανομάσουν(ε) | να παρανομάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρανομάσει | είχα παρανομάσει | θα έχω παρανομάσει | να έχω παρανομάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρανομάσει | είχες παρανομάσει | θα έχεις παρανομάσει | να έχεις παρανομάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρανομάσει | είχε παρανομάσει | θα έχει παρανομάσει | να έχει παρανομάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρανομάσει | είχαμε παρανομάσει | θα έχουμε παρανομάσει | να έχουμε παρανομάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρανομάσει | είχατε παρανομάσει | θα έχετε παρανομάσει | να έχετε παρανομάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρανομάσει | είχαν παρανομάσει | θα έχουν παρανομάσει | να έχουν παρανομάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρανομάζω
|
- ↑ παρονομάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.