Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακλαδικός η παρακλαδική το παρακλαδικό
      γενική του παρακλαδικού της παρακλαδικής του παρακλαδικού
    αιτιατική τον παρακλαδικό την παρακλαδική το παρακλαδικό
     κλητική παρακλαδικέ παρακλαδική παρακλαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακλαδικοί οι παρακλαδικές τα παρακλαδικά
      γενική των παρακλαδικών των παρακλαδικών των παρακλαδικών
    αιτιατική τους παρακλαδικούς τις παρακλαδικές τα παρακλαδικά
     κλητική παρακλαδικοί παρακλαδικές παρακλαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακλαδικός < παρα- + κλαδικός

  Επίθετο επεξεργασία

παρακλαδικός

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία