παρακινήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρακινήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρακινώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακινώ
- θα παρακινήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακινώ