παρακεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακεί < παρα- + κει ή αρχαία ελληνική παρεκεῖ < παρά + ἐκεῖ < ἐκεῖνος (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱe (δεικτικό μόριο: εδώ) + *h₁enos (εκείνος) (< *h₁é)
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
παρακεί