παραεμπόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραεμπόριο | τα | παραεμπόρια |
γενική | του | παραεμπόριου & παραεμπορίου |
των | παραεμπόριων & παραεμπορίων |
αιτιατική | το | παραεμπόριο | τα | παραεμπόρια |
κλητική | παραεμπόριο | παραεμπόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραεμπόριο ουδέτερο
- εμπόριο που διεξάγεται εκτός νομίμων πλαισίων