παραδαρμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδαρμός < παραδέρνω, παραδαρ- + -μός [1][2] < παρα- + δέρνω, όπως και η μεσαιωνική ελληνική παραδαρμός / παράδαρμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðaɾˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐δαρ‐μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραδαρμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραδέρνω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδαρμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παραδαρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παραδαρμός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].