παράτροπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράτροπος < αρχαία ελληνική παράτροπος < παρατρέπω < παρά + τρέπω
Επίθετο επεξεργασία
παράτροπος
- (αρχαιοπρεπές) που έχει τραπεί σε άλλη κατεύθυνση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράτροπος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παράτροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράτροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.