Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράκλησῐς αἱ παρακλήσεις
      γενική τῆς παρακλήσεως τῶν παρακλήσεων
      δοτική τῇ παρακλήσει ταῖς παρακλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράκλησῐν τὰς παρακλήσεις
     κλητική ! παράκλησῐ παρακλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακλήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρακλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράκλησις < παρακαλέω / παρακαλῶ, παρακλη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρό- + κλῆσις.

ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παράκληση με διαφορετική σημασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράκλησις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία