παντοκρατορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντοκρατορικός < παντοκράτορας < παντοκράτωρ
Επίθετο επεξεργασία
παντοκρατορικός
- εκείνος που έχει την ιδιότητα του παντοκράτορα ή που συμπεριφέρεται σαν παντοκράτορας χωρίς απαραίτητα να έχει αυτή την ικανότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντοκρατορικός
|