Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παντεϊσμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παντεϊσμ
ός
οι
παντεϊσμ
οί
γενική
του
παντεϊσμ
ού
των
παντεϊσμ
ών
αιτιατική
τον
παντεϊσμ
ό
τους
παντεϊσμ
ούς
κλητική
παντεϊσμ
έ
παντεϊσμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παντεϊσμός
< (
λόγιο δάνειο
)
αγγλική
pandeism
<
συμφυρμός
των
pantheism
&
deism
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παντεϊσμός
αρσενικό
θεολογικό δόγμα, συνδυασμός
πανθεϊσμού
και
ντεϊσμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παντεϊσμός
αγγλικά
:
pandeism
(en)
αραβικά
:
ربوبية كلية
(ar)
γαλλικά
:
pandéisme
(fr)
γερμανικά
:
Pandeismus
(de)
ιαπωνικά
:
汎理神論
(ja)
ισπανικά
:
pandeísmo
(es)
ιταλικά
:
pandeismo
(it)
κινεζικά
:
泛自然神論
(zh)
κορεατικά
:
범이신론
(ko)
πολωνικά
:
pandeizm
(pl)
πορτογαλικά
:
pandeísmo
(pt)
ρουμανικά
:
pandeism
(ro)
σουηδικά
:
pandeism
(sv)
τουρκικά
:
pandeizm
(tr)