πανηγυρίζων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανηγυρίζων < πανηγυρίζω (< πᾶς + ἀγείρω)
Μετοχή επεξεργασία
πανηγυρίζων αρσενικό, (θηλυκό πανηγυρίζουσα, ουδέτερο πανηγυρίζον)
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πανηγυρίζω στην ονομαστική και κλητική ενικού
- → δείτε τη λέξη πανηγυρίζω