Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πανεργατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πανεργατικ
ός
η
πανεργατικ
ή
το
πανεργατικ
ό
γενική
του
πανεργατικ
ού
της
πανεργατικ
ής
του
πανεργατικ
ού
αιτιατική
τον
πανεργατικ
ό
την
πανεργατικ
ή
το
πανεργατικ
ό
κλητική
πανεργατικ
έ
πανεργατικ
ή
πανεργατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πανεργατικ
οί
οι
πανεργατικ
ές
τα
πανεργατικ
ά
γενική
των
πανεργατικ
ών
των
πανεργατικ
ών
των
πανεργατικ
ών
αιτιατική
τους
πανεργατικ
ούς
τις
πανεργατικ
ές
τα
πανεργατικ
ά
κλητική
πανεργατικ
οί
πανεργατικ
ές
πανεργατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πανεργατικός
<
παν-
+
εργατικός
Επίθετο
επεξεργασία
πανεργατικός, -ή, -ό
που αφορά στο σύνολο της
εργατικής
τάξης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πανεργατικός