Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανεργατικός η πανεργατική το πανεργατικό
      γενική του πανεργατικού της πανεργατικής του πανεργατικού
    αιτιατική τον πανεργατικό την πανεργατική το πανεργατικό
     κλητική πανεργατικέ πανεργατική πανεργατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανεργατικοί οι πανεργατικές τα πανεργατικά
      γενική των πανεργατικών των πανεργατικών των πανεργατικών
    αιτιατική τους πανεργατικούς τις πανεργατικές τα πανεργατικά
     κλητική πανεργατικοί πανεργατικές πανεργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανεργατικός < παν- + εργατικός

  Επίθετο επεξεργασία

πανεργατικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία